χαιρετιστήριος

χαιρετιστήριος
-α, -ο
αυτός που αναφέρεται στο χαιρετισμό, αυτός με τον οποίο χαιρετίζει κανείς κάποιον: Του έστειλε χαιρετιστήριο τηλεγράφημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαιρετιστήριος — α, ο, Ν 1. αυτός με τον οποίο χαιρετίζει κάποιος έναν άλλο ή τού εκφράζει την αγάπη του ή τις ευχές του (α. «χαιρετιστήρια δώρα» β. «χαιρετιστήριο τηλεγράφημα» γ. «χαιρετιστήριοι κανονιοβολισμοί») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χαιρετιστήρια τα… …   Dictionary of Greek

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”