- χαιρετιστήριος
- -α, -οαυτός που αναφέρεται στο χαιρετισμό, αυτός με τον οποίο χαιρετίζει κανείς κάποιον: Του έστειλε χαιρετιστήριο τηλεγράφημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.